βεζιρικός

βεζιρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει στον βεζίρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεζίρης. Η λ. μαρτυρείται το 1895 από τον Παύλο Καρολίδη στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”